επτά — και εφτά (AM ἑπτά) (απόλ. αριθμ.) 1. ο αριθμός που αποτελείται από έξι συν μία μονάδες, ο μεταξύ τού έξι και τού οκτώ 2. χρησιμοποιείται για να δηλώσει απροσδιόριστο πλήθος, αμέτρητες φορές (α. «στό είπα εφτά φορές» β. «ὁ γὰρ ἑπτά ἀριθμός παρὰ τῇ … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… … Dictionary of Greek
θαύμα — Εκδήλωση υπερφυσικής προέλευσης, ορατή και συνεπώς αντιληπτή από τις αισθήσεις, που αποκαλύπτεται στον άνθρωπο με όλη της τη μυστηριώδη δύναμη. Η αρχική σημασία της λέξης ήταν «κάθετι που προκαλεί θαυμασμό». Σύμφωνα με τη δογματική της Ανατ.… … Dictionary of Greek
κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων … Dictionary of Greek
ιωνικός ρυθμός — Ο ένας από τους τρεις αρχιτεκτονικούς ρυθμούς της ελληνικής αρχαιότητας. Διαμορφώθηκε τον 7o και 6o αι. π.Χ. στη Μικρά Ασία, όπως υποδηλώνει η ονομασία του και αποδεικνύουν οι τόποι ανεύρεσης των αρχαιότερων τεκμηρίων. Ο ι.ρ. είναι ελαφρύτερος… … Dictionary of Greek
Κρεμαστοί κήποι — Κήποι στην αρχαία Βαβυλώνα, ένα από τα Επτά Θαύματα του αρχαίου κόσμου. Βλ. λ. Βαβυλώνιοι (Αρχαιολογία, Τέχνη)· Επτά θαύματα … Dictionary of Greek
Μουσείο, Αρχαιολογικό Ολυμπίας — Οι συστηματικές ανασκαφές στο ιερό της Ολυμπίας, τον προσφιλέστερο λατρευτικό χώρο της αρχαίας Ελλάδας, άρχισαν το 1875, από Γερμανούς αρχαιολόγους, και με ολιγόχρονες διακοπές συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Τα πλούσια ευρήματα των ανασκαφών βρήκαν… … Dictionary of Greek
θαύμα — θαύμα, το και θάμα, το, ατος 1. ένα υπερφυσικό γεγονός που δεν μπορεί να εξηγηθεί με τη λογική και τα επιστημονικά δεδομένα: Ο Χριστός έκανε πολλά θαύματα. 2. εξαιρετικό ανθρώπινο έργο: Τα επτά θαύματα του κόσμου. 3. πράγμα απίθανο: Θα είναι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θέαμα — το (AM θέαμα, Α ιων. τ. θέημα [θεώμαι] καθετί που βλέπει ή που παρατηρεί κανείς με προσοχή 2. συνεκδ. η εντύπωση που δημιουργείται από την παρατήρηση τού θεάματος (α. «θλιβερό θέαμα» β. «δέρκου θέαμα», Αισχύλ.) νεοελλ. 1. παράσταση σε θέατρο ή σε … Dictionary of Greek
μέμνων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν βασιλιάς της Αιθιοπίας, γιος του Τιθωνού και της Ηούς. Την περίοδο του Τρωικού πολέμου προσέφερε βοήθεια στον θείο του Πρίαμο (αδερφός του Τιθωνού από τον Λαομέδοντα). Σύμφωνα με τη Μικρή Ιλιάδα … Dictionary of Greek